- συνεπιγραφεύς
- -έως, ὁ, Α [ἐπιγραφεύς]αυτός που εκτελεί χρέη επιγραφέως μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπιγραφέων — συνεπιγραφεύς fellow registror masc gen pl συνεπιγραφέω̆ν , συνεπιγραφεύς fellow registror masc gen pl συνεπιγραφή written consent fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)